Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γανόδερμα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Γανόδερμο τα Γανόδερμα
      γενική του Γανόδερμου
& Γανοδέρμου
των Γανόδερμων
& Γανοδέρμων
    αιτιατική το Γανόδερμο τα Γανόδερμα
     κλητική Γανόδερμο Γανόδερμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Γανόδερμα < γάνωσις (γυάλισμα) + δέρμα. Κυριολεκτικά, γλιστρόδερμο < διαγλωσσική ορολογία Ganoderma

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣaˈno.ðeɾ.ma/

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Γανόδερμα ουδέτερο (στον πληθυντικό)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Εκτεταμένη χρήση σε ασιατικές παραδοσιακές ιατρικές, ως βιοκαθαρτικό.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Ganoderma στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια