Δόριζας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Δόριζας οι Δοριζαίοι
      γενική του Δόριζα των Δοριζαίων
    αιτιατική τον Δόριζα τους Δοριζαίους
     κλητική Δόριζα Δοριζαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Μπούκουρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈðo.ɾi.zas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δό‐ρι‐ζας

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Δόριζας < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δόριζας αρσενικό, μόνο στον ενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Δόριζας < πατριδωνυμικό < τοπωνύμιο Δόριζας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Δόριζας αρσενικό (θηλυκό Δόριζα)

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]