ζηλιάρης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αλλαγή των πινάκων μεταφράσεων σε κρυμμένους τύπους |
μ Νέο Σύστημα |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{ |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'ζηλιάρης'|ζηλιάρ}} |
{{el-κλίσ-'ζηλιάρης'|ζηλιάρ}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
|||
{{-ετυμ-}} |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ζήλια]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ζήλια]] |
||
==={{προφορά}}=== |
|||
{{-προφ-}} |
|||
{{ΔΦΑ|zi.ˈʎa.ɾis}} |
{{ΔΦΑ|zi.ˈʎa.ɾis}} |
||
{{ |
==={{επίθετο|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}} -α -ικο''' |
'''{{PAGENAME}} -α -ικο''' |
||
* που [[ζηλεύω|ζηλεύει]] τους άλλους |
* που [[ζηλεύω|ζηλεύει]] τους άλλους |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
|||
{{-μτφ-}} |
|||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|jealous}} |
* {{en}} : {{τ|en|jealous}} |
Αναθεώρηση της 20:55, 14 Φεβρουαρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζηλιάρης | η | ζηλιάρα | το | ζηλιάρικο |
γενική | του | ζηλιάρη | της | ζηλιάρας | του | ζηλιάρικου |
αιτιατική | τον | ζηλιάρη | τη | ζηλιάρα | το | ζηλιάρικο |
κλητική | ζηλιάρη | ζηλιάρα | ζηλιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζηλιάρηδες | οι | ζηλιάρες | τα | ζηλιάρικα |
γενική | των | ζηλιάρηδων | — | των | ζηλιάρικων | |
αιτιατική | τους | ζηλιάρηδες | τις | ζηλιάρες | τα | ζηλιάρικα |
κλητική | ζηλιάρηδες | ζηλιάρες | ζηλιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- ζηλιάρης < ζήλια
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
ζηλιάρης -α -ικο
- που ζηλεύει τους άλλους
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ζηλιαρησ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ζηλιάρησ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'ζηλιάρης'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ζηλιαρησ».