dépendance: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Az (συζήτηση | συνεισφορές) |
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{=fr=}} |
{{=fr=}} |
||
{{-ετυμ-}} |
|||
< [[dépendre]] |
|||
{{-ουσ-}} |
{{-ουσ-}} |
||
'''{{ξεν|fr| |
'''{{ξεν|fr|dépendance}}''' {{θ}} |
||
# [[σύνδεση]], [[εξάρτηση]] |
|||
#: ''il semble y avoir une '''dépendance''' entre ces deux éléments'' ''φαίνεται ότι υπάρχει κάποια σύνδεση/εξάρτηση ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία'' |
|||
# [[εθισμός]], [[εξάρτηση]] |
|||
#: '''''dépendance''' physique et psychique à la morphine'' : ''φυσιολογική και ψυχολογική εξάρτηση από τη μορφίνη'' |
|||
# [[εξάρτηση]] από κάποιον |
|||
#: ''être dans/sous la '''dépendance''' de quelqu'un'' : ''εξαρτώμαι/είμαι εξαρτημένος από κάποιον'' |
|||
# (''για κτίρια'') {{θπλ}} βοηθητικοί, προσκείμενοι χώροι |
|||
#: ''les '''dépendances''' de l'hôtel''' ''οι βοηθητικοί χώροι του ξενοδοχείου'' |
|||
{{-συγγ-}} |
|||
* [[dépendant]], [[dépendante]] |
|||
* [[dépendre]] |
|||
* [[dépendeur]], [[dépendeuse]] |
|||
{{-συνθ-}} |
|||
* [[indépendance]] |
|||
* [[interdépendance]] |
|||
* [[pharmacodépendance]] |
|||
* [[toxicodépendance]] |
|||
{{-συγγ-}} |
|||
'''σύνδεση, εξάρτηση''' |
|||
* [[corrélation]] |
|||
* [[enchaînement]] |
|||
* [[interdépendance]] |
|||
* [[liaison]] |
|||
* [[solidarité]] |
|||
'''εθισμός, εξάρτηση''' |
|||
* [[accoutumance]] |
|||
* [[addiction]] |
|||
* [[pharmacodépendance]] |
|||
* [[toxicomanie]] |
|||
'''εξάρτηση από κάποιον''' |
|||
* [[asservissement]] |
|||
* [[assujettissement]] |
|||
* [[servitude]] |
|||
* [[soumission]] |
|||
* [[subordination]] |
|||
* [[sujétion]] |
|||
'''βοηθητικοί προσκείμενοι χώροι''' |
|||
* [[annexe]] |
|||
* [[communs]] |
|||
{{-αντων-}} |
|||
* [[autonomie]] |
|||
* [[indépendance]] |
|||
* [[liberté]] |
|||
[[Κατηγορία:Γαλλικά ουσιαστικά]] |
Αναθεώρηση της 17:47, 26 Φεβρουαρίου 2007
Πρότυπο:-ουσ- ' θηλυκό
- σύνδεση, εξάρτηση
- il semble y avoir une dépendance entre ces deux éléments φαίνεται ότι υπάρχει κάποια σύνδεση/εξάρτηση ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία
- εθισμός, εξάρτηση
- dépendance physique et psychique à la morphine : φυσιολογική και ψυχολογική εξάρτηση από τη μορφίνη
- εξάρτηση από κάποιον
- être dans/sous la dépendance de quelqu'un : εξαρτώμαι/είμαι εξαρτημένος από κάποιον
- (για κτίρια) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό βοηθητικοί, προσκείμενοι χώροι
- les dépendances' de l'hôtel οι βοηθητικοί χώροι του ξενοδοχείου
Πρότυπο:-συγγ- σύνδεση, εξάρτηση
εθισμός, εξάρτηση
εξάρτηση από κάποιον
βοηθητικοί προσκείμενοι χώροι