dépendance: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ja |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη no |
||
Γραμμή 68: | Γραμμή 68: | ||
[[li:dépendance]] |
[[li:dépendance]] |
||
[[mg:dépendance]] |
[[mg:dépendance]] |
||
[[no:dépendance]] |
|||
[[pl:dépendance]] |
[[pl:dépendance]] |
||
[[vi:dépendance]] |
[[vi:dépendance]] |
Αναθεώρηση της 11:00, 29 Απριλίου 2015
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
< dépendre
Ουσιαστικό
dépendance (fr) θηλυκό
- σύνδεση, εξάρτηση
- il semble y avoir une dépendance entre ces deux éléments φαίνεται ότι υπάρχει κάποια σύνδεση/εξάρτηση ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία
- εθισμός, εξάρτηση
- dépendance physique et psychique à la morphine : φυσιολογική και ψυχολογική εξάρτηση από τη μορφίνη
- εξάρτηση από κάποιον, υποταγή σε κάποιον
- être dans/sous la dépendance de quelqu'un : εξαρτώμαι/είμαι εξαρτημένος από κάποιον
- (για κτίρια) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό βοηθητικοί, προσκείμενοι χώροι
- les dépendances' de l'hôtel οι βοηθητικοί χώροι του ξενοδοχείου
Συγγενικά
Σύνθετα
Συγγενικά
σύνδεση, εξάρτηση
εθισμός, εξάρτηση
εξάρτηση από κάποιον
βοηθητικοί προσκείμενοι χώροι