γλυκίνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 71: | Γραμμή 71: | ||
<!-- * {{pap}} : {{τ|pap|XXX}} --> |
<!-- * {{pap}} : {{τ|pap|XXX}} --> |
||
<!-- * {{fa}} : {{τ|fa|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{fa}} : {{τ|fa|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{pl}} : {{τ|pl|glicyna}} |
|||
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 05:53, 31 Ιουλίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γλυκίνη | οι | γλυκίνες |
γενική | της | γλυκίνης | των | γλυκινών |
αιτιατική | τη | γλυκίνη | τις | γλυκίνες |
κλητική | γλυκίνη | γλυκίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- γλυκίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική glycine < αρχαία ελληνική γλυκύς
Ουσιαστικό
γλυκίνη θηλυκό
- Πρότυπο:βιολ ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη
- Πρότυπο:βιοχημ Μη απαραίτητο αμινοξύ με τύπο NH2-CH2-COOH και σύμβολο Gly ή G. Είναι το απλούστερο αμινοξύ που υπάρχει
Άλλες μορφές
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
- Αμινοξέα (ελληνικά)