διστάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→‎Μεταφράσεις: Προστέθηκε η γερμανική μετάφραση.
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
{{ΠΘ:Σωτηρίου Εντολή}} ενημέρωση προτύπων, συγγ, λείπει η κλίση / ΑΡΧ ζητούμενο (μπλε σύνδεσμος)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==

{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[διστάζω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λδδ|grc|el|διστάζω}}

==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|γλ=el|ðiˈsta.zo}}
: {{συλλ|δι|στά|ζω}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|αορ=δίστασα}} {{χπαθ}}
* το να μην είμαι σίγουρος/-η
* το να μην είμαι σίγουρος/-η
*: {{παράθεμα}} ''"Γιατί '''διστάζεις''';" ρώτησε ο Νικήτας που μ' έβλεπε αναποφάσιστη.'' ([[w:Διδώ Σωτηρίου|Διδώ Σωτηρίου]], ''Εντολή'')
*: {{παράθεμα}} ''"Γιατί '''διστάζεις''';" ρώτησε ο Νικήτας που μ' έβλεπε αναποφάσιστη.'' ({{ΠΘ:Σωτηρίου Εντολή}})

===={{συγγενικά}}====
* [[αδίστακτος]], [[αδίσταχτος]]
* [[δισταγμός]]
* [[διστακτικός]], [[δισταχτικός]]
* [[διστακτικότητα]]

===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'νομίζω'}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 53: Γραμμή 66:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


----

=={{-grc-}}==

==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{*}}δι-στός (που στέκεται ανάμεσα, [[ταλαντευόμενος]]) < ({{λ|δίς|grc}}) {{π|δι-|από=δίς|grc}} + '''στ-''' ([[μεταπτωτική βαθμίδα]] όπως και στο [[ἵστημι]]) + {{λ|-άζω|grc}} <ref>{{Π:ΛΚΝ}}</ref>

==={{ρήμα|grc}}===
'''{{PAGENAME}}'''
* {{λείπει ο ορισμός|grc}} {{ζητ}}

==={{αναφορές}}===
<references/>

==={{πηγές}}===
* {{Π:Λίντελ}}
* {{Π:ΛΟΓΕΙΟΝ}}


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 22:23, 17 Μαρτίου 2021

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διστάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διστάζω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐στά‐ζω

Ρήμα

διστάζω, αόρ.: δίστασα (χωρίς παθητική φωνή)

  • το να μην είμαι σίγουρος/-η
    ※  "Γιατί διστάζεις;" ρώτησε ο Νικήτας που μ' έβλεπε αναποφάσιστη. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

διστάζω < *δι-στός (που στέκεται ανάμεσα, ταλαντευόμενος) < (δίς) δι- + στ- (μεταπτωτική βαθμίδα όπως και στο ἵστημι) + -άζω [1]

Ρήμα

διστάζω

Αναφορές

Πηγές