dépendance: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου
Γραμμή 4: Γραμμή 4:
< [[dépendre]]
< [[dépendre]]


{{-ουσ-}}
{{-ουσ-|fr}}
'''{{ξεν|fr|dépendance}}''' {{θ}}
'''{{ξεν|fr|dépendance}}''' {{θ}}
# [[σύνδεση]], [[εξάρτηση]]
# [[σύνδεση]], [[εξάρτηση]]

Αναθεώρηση της 04:51, 5 Δεκεμβρίου 2007

Πρότυπο:=fr=

Πρότυπο:-ετυμ- < dépendre

Πρότυπο:-ουσ- ' θηλυκό

  1. σύνδεση, εξάρτηση
    il semble y avoir une dépendance entre ces deux éléments φαίνεται ότι υπάρχει κάποια σύνδεση/εξάρτηση ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία
  2. εθισμός, εξάρτηση
    dépendance physique et psychique à la morphine : φυσιολογική και ψυχολογική εξάρτηση από τη μορφίνη
  3. εξάρτηση από κάποιον, υποταγή σε κάποιον
    être dans/sous la dépendance de quelqu'un : εξαρτώμαι/είμαι εξαρτημένος από κάποιον
  4. (για κτίρια) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό βοηθητικοί, προσκείμενοι χώροι
    les dépendances' de l'hôtel οι βοηθητικοί χώροι του ξενοδοχείου

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-συνθ-

Πρότυπο:-συγγ- σύνδεση, εξάρτηση

εθισμός, εξάρτηση

εξάρτηση από κάποιον

βοηθητικοί προσκείμενοι χώροι

Πρότυπο:-αντ-