dépendance: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ προσθήκη παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο του μέρους λόγου |
μ αφαίρεση κατηγοριών που θα γίνονται στο εξής αυτόματα |
||
Γραμμή 56: | Γραμμή 56: | ||
* [[indépendance]] |
* [[indépendance]] |
||
* [[liberté]] |
* [[liberté]] |
||
[[Κατηγορία:Γαλλικά ουσιαστικά]] |
Αναθεώρηση της 11:13, 9 Δεκεμβρίου 2007
Πρότυπο:-ουσ- ' θηλυκό
- σύνδεση, εξάρτηση
- il semble y avoir une dépendance entre ces deux éléments φαίνεται ότι υπάρχει κάποια σύνδεση/εξάρτηση ανάμεσα σε αυτά τα δύο στοιχεία
- εθισμός, εξάρτηση
- dépendance physique et psychique à la morphine : φυσιολογική και ψυχολογική εξάρτηση από τη μορφίνη
- εξάρτηση από κάποιον, υποταγή σε κάποιον
- être dans/sous la dépendance de quelqu'un : εξαρτώμαι/είμαι εξαρτημένος από κάποιον
- (για κτίρια) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό βοηθητικοί, προσκείμενοι χώροι
- les dépendances' de l'hôtel οι βοηθητικοί χώροι του ξενοδοχείου
Πρότυπο:-συγγ- σύνδεση, εξάρτηση
εθισμός, εξάρτηση
εξάρτηση από κάποιον
βοηθητικοί προσκείμενοι χώροι