Ελεμές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ελεμές

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ελεμές οι Ελεμέδες
      γενική του Ελεμέ των Ελεμέδων
    αιτιατική τον Ελεμέ τους Ελεμέδες
     κλητική Ελεμέ Ελεμέδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τσελεμεντές (κλίση: καφές)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ελεμές < παρωνύμιο ελεμές (και λεμές), ο αγύρτης)[1] [< οθωμανική τουρκική γλώσσα اله‌مه (elleme ;) < οθωμανικά τουρκικά المك (elemek), στην τουρκική γλώσσα elemek (κοσκινίζω, κάνω διαλογή, απορρίπτω)][2]

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ελεμές αρσενικό (θηλυκό Ελεμέ)

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Βλ. εφημ. “Πρωΐα” (χ.χ.έ.), Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης: ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν. Έκδοσις δευτέρα επαυξημένη. 2 τόμ. με ενιαία σελιδαρίθμηση. Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου, σελ. 887.
  2. Βλ. σελ. 191 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).