Εσπερία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Εσπερία | οι | Εσπερίες |
γενική | της | Εσπερίας | των | Εσπεριών |
αιτιατική | την | Εσπερία | τις | Εσπερίες |
κλητική | Εσπερία | Εσπερίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Εσπερία < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή Ἑσπερία εννοείται χθών (δυτική χώρα, δηλαδή η Ιταλία)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.speˈɾi.a/
- συλλαβισμός : Ε‐σπε‐ρί‐α
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Εσπερία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ «Εσπερία» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)