Ευλογίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ευλογίτσα οι Ευλογίτσες
      γενική της Ευλογίτσας
    αιτιατική την Ευλογίτσα τις Ευλογίτσες
     κλητική Ευλογίτσα Ευλογίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ευλογίτσα < Ευλογ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.vloˈʝi.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ευ‐λο‐γί‐τσα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ευλογίτσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Ευλογία