Κέλτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κέλτης | οι | Κέλτες |
γενική | του | Κέλτη | των | Κελτών |
αιτιατική | τον | Κέλτη | τους | Κέλτες |
κλητική | Κέλτη | Κέλτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Κέλτης < αρχαία ελληνική Κελτοί / Κέλται < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gal- (δυνατός, ανθεκτικός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Κέλτης αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Κέλτες στη Βικιπαίδεια