Καθαροσπόρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.θa.ɾoˈspo.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐θα‐ρο‐σπό‐ρης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Καθαροσπόρης αρσενικό (θηλυκό Καθαροσπόρη)