Κιρραίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κιρραίος | οι | Κιρραίοι |
γενική | του | Κιρραίου | των | Κιρραίων |
αιτιατική | τον | Κιρραίο | τους | Κιρραίους |
κλητική | Κιρραίε | Κιρραίοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κιρραίος < αρχαία ελληνική Κιρραῖος. Μορφολογικά αναλύεται σε Κίρρ(α) + -αίος.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ciˈɾe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κιρ‐ραί‐ος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κιρραίος αρσενικό (θηλυκό Κιρραία)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από την Κίρρα ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Κίρρα (οικισμός)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κιρραίος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -αίος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)