Κομινέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κομινέας < + -έας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ko.miˈne.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐μι‐νέ‐ας
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κομινέας αρσενικό (θηλυκό Κομινέα)