Κουτσούκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κουτσούκος < παρωνύμιο στην οθωμανική τουρκική كوچوك (küçük, μικρός σε μέγεθος, νεότερος σε ηλικία), στα τουρκικά küçük και ως επώνυμο Küçük (Κιουτσιούκ, Κιουτσούκ, Κουτσούκ)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kuˈt͡su.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐τσού‐κος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κουτσούκος αρσενικό (θηλυκό Κουτσούκου)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε και Κιουτσικτσίδης και Κουτσουκιάν
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Μανόλης Τριανταφυλλίδης (²1995), Τα οικογενειακά μας ονόματα, επιμέλεια: Ε.Σ. Στάθης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη). ISBN 960‑231‑010‑3. 1η έκδοση, μεταθανάτια: 1982, σελ. 70.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'υπνάκος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από παρωνύμια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - επώνυμα από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)