Κούρτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κιούρτης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Κούρτης οι Κούρτηδες
      γενική του Κούρτη των Κούρτηδων
    αιτιατική τον Κούρτη τους Κούρτηδες
     κλητική Κούρτη Κούρτηδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Βαμβακάρης (κλίση: μανάβης)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κούρτης < παρωνύμιο οθωμανική τουρκική قورت (kurt, λύκος), στην τουρκική γλώσσα kurt[1] + -ης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkuɾ.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κούρ‐της

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κούρτης αρσενικό (θηλυκό Κούρτη)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Rustam Shukurov, The Byzantine Turks, 1204–1461 (Brill: Λάιντεν, 2016), σ. 395.