Λέζος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Λέζος | οι | Λέζοι |
γενική | του | Λέζου | των | Λέζων |
αιτιατική | τον | Λέζο | τους | Λέζους |
κλητική | Λέζο | Λέζοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Λέζος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈle.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λέ‐ζος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Λέζος αρσενικό (θηλυκό Λέζου)