Λαζαρέτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Λαζαράτος, Λαζαρέτης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Λαζαρέτος οι Λαζαρέτοι
      γενική του Λαζαρέτου των Λαζαρέτων
    αιτιατική τον Λαζαρέτο τους Λαζαρέτους
     κλητική Λαζαρέτο Λαζαρέτοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δημητράκος (κλίση: υπνάκος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λαζαρέτος < λαζαρέτος < λαζαρέτο < παραφθορά του Ναζαρέτ < βενετική Nazaret[1][2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /la.zaˈɾe.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λα‐ζα‐ρέ‐τος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λαζαρέτος αρσενικό (θηλυκό Λαζαρέτου)

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος (2002), Κυθηραϊκά επώνυμα. Ιστορική, γεωγραφική και γλωσσική προσέγγιση, Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών.
  2. Ερμάννος Λούντζης, Η Ενετοκρατία στα Εφτάνησα, (Αθήναι: Κάλβος, 1969), σελ. 306