Λεπιδωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Λεπιδωτά | ||
γενική | των | Λεπιδωτών | ||
αιτιατική | τα | Λεπιδωτά | ||
κλητική | Λεπιδωτά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Λεπιδωτά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λεπιδωτός στον πληθυντικό, μεταφραστικό δάνειο από διαγλωσσικούς όρους Squamata < λατινική squamatus (λεπιδωτός) < squāma (λέπι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /le.pi.ðoˈtα/
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Λεπιδωτά ουδέτερο, πληθυντικός
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λέπι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Λεπιδωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
Λεπιδωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του λεπιδωτό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από διαγλωσσικούς όρους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ερπετά (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - τάξεις (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)