Μανσόλας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Μανσόλας οι Μανσόλες
Μανσόληδες
Μανσολαίοι
      γενική του Μανσόλα των
Μανσόληδων
Μανσολαίων
    αιτιατική τον Μανσόλα τους Μανσόλες
Μανσόληδες
Μανσολαίους
     κλητική Μανσόλα Μανσόλες
Μανσόληδες
Μανσολαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δούκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μανσόλας < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /manˈso.las/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μαν‐σό‐λας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μανσόλας αρσενικό (θηλυκό Μανσόλα)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταγραφές[επεξεργασία]