Μονάδα Εντατικής Θεραπείας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μονάδα Εντατικής Θεραπείας | οι | Μονάδες Εντατικής Θεραπείας |
γενική | της | Μονάδας Εντατικής Θεραπείας | των | Μονάδων Εντατικής Θεραπείας |
αιτιατική | τη | Μονάδα Εντατικής Θεραπείας | τις | Μονάδες Εντατικής Θεραπείας |
κλητική | Μονάδα Εντατικής Θεραπείας | Μονάδες Εντατικής Θεραπείας | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μονάδα Εντατικής Θεραπείας → δείτε τις λέξεις μονάδα, εντατικός και θεραπεία, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική Intensive Care Unit

Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]Μονάδα Εντατικής Θεραπείας θηλυκό
- (ιατρική) ειδικό τμήμα σε νοσοκομείο, όπου παρέχονται υπηρεσίες επείγουσας και εντατικής ιατρικής
- ακρωνύμιο: ΜΕΘ
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)