Μοσχολέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μοσχολέας < + -έας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mo.sxoˈle.as/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μο‐σχο‐λέ‐ας
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μοσχολέας αρσενικό (θηλυκό Μοσχολέα)