Μύρτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μύρτα | οι | Μύρτες |
γενική | της | Μύρτας | — | |
αιτιατική | τη | Μύρτα | τις | Μύρτες |
κλητική | Μύρτα | Μύρτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmiɾ.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Mύρ‐τα
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- Μύρτα < Μυρτώ
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μύρτα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- Μύρτα < μεταγραφή για την ισπανική ή την ιταλική Myrta
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Μύρτα θηλυκό (ενδεχομένως κλίνεται)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Μεταγραμμένοι όροι - ονόματα από τα ισπανικά (νέα ελληνικά)
- Μεταγραμμένοι όροι - ονόματα από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταγραφές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)