Ποδονίφτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ποδονίφτης οι Ποδονίφτες
      γενική του Ποδονίφτη των Ποδονιφτών
    αιτιατική τον Ποδονίφτη τους Ποδονίφτες
     κλητική Ποδονίφτη Ποδονίφτες
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ποδονίφτης < πόδ(ι) + -ο- + νίφτ(ω) + -ης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /po.ðoˈni.ftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πο‐δο‐νί‐φτης

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ποδονίφτης ουδέτερο

  1. ρέμα της Αττικής
    ※  Το ρέμα Ποδονίφτη πηγάζει από τις νοτιοδυτικές πηγές του Πεντελικού Όρους και μέσω Χαλανδρίου, Φιλοθέης και Νέας Ιωνίας καταλήγει στη Φιλαδέλφεια και από εκεί στον Κηφισό. (Γιώργος Λιάλιος, Δύο «στρατόπεδα» και στη μέση ο Ποδονίφτης, εφημερίδα Καθημερινή, 23 Σεπτεμβρίου 2019)
  2. (προάστιο) πρώην ονομασία της Νέας Φιλαδέλφειας Αττικής
    ※  Στον Ποδονίφτη μια έμορφη μικρούλα, / μια αλανιάρα μου τα πήρε ούλα. (Στον Ποδονίφτη, στίχοι/μουσική: Παναγιώτης Τούντας, εκτέλεση: Μαρίκα Φραντζεσκοπούλου, 1930)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]