Πράσινο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Πράσινο | τα | Πράσινα |
γενική | του | Πράσινου | των | Πράσινων |
αιτιατική | το | Πράσινο | τα | Πράσινα |
κλητική | Πράσινο | Πράσινα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πράσινο < πράσινο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πράσινος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpɾa.si.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πρά‐σι‐νο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πράσινο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Οικισμοί (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)