Πρώσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Πρώσος | οι | Πρώσοι |
γενική | του | Πρώσου | των | Πρώσων |
αιτιατική | τον | Πρώσο | τους | Πρώσους |
κλητική | Πρώσε | Πρώσοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈpɾo.sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πρώ‐σος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πρώσος αρσενικό (θηλυκό Πρωσίδα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Πρωσία
- ※ Ο Πρώσος φιλόσοφος του 18ου αιώνα, Βίλχελμ φον Χούμπολντ, είχε περιγράψει τη γλώσσα ως ένα σύστημα που κάνει «άπειρη χρήση πεπερασμένων μέσων». (Ασπασία Δασκαλοπούλου, Με τι τρόπο ο εγκέφαλος κωδικοποιεί πληροφορίες, εφημερίδα Καθημερινή, 19 Σεπτεμβρίου 2015)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πρώσος
|