Ρένεσης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ρένεσης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɾe.ne.sis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρέ‐νε‐σης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ρένεσης αρσενικό (θηλυκό Ρένεση)