Σάκκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σάκκος οι Σάκκοι
      γενική του Σάκκου των Σάκκων
    αιτιατική τον Σάκκο τους Σάκκους
     κλητική Σάκκε Σάκκοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σάκκος < σάκκος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σάκκος αρσενικό (θηλυκό Σάκκου)

Μεταγραφές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σάκκος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σάκκος αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]

  • Σάκκος - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven