Σάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σάτος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σάτος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σάτος
|
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σάτος | οι | Σάτοι |
γενική | του | Σάτου | των | Σάτων |
αιτιατική | τον | Σάτο | τους | Σάτους |
κλητική | Σάτο & Σάτε |
Σάτοι | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τρεχάτος (κλίση: καμαρότος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σάτος < + -άτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σάτος αρσενικό (θηλυκό Σάτου)
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ελλείπουσες ετυμολογίες - ονόματα (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Τρεχάτος' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας επωνύμων (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -άτος (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)