Σέρβια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σερβία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Σέρβια
      γενική των Σερβίων
    αιτιατική τα Σέρβια
     κλητική Σέρβια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σέρβια < λατινική *Servia < servo (φυλάσσω, σώζω, προστατεύω) < πρωτοϊταλική *serwāō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ser- (φυλάσσω, προστατεύω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈser.vi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σέρ‐βι‐α

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σέρβια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]