Σαλεσιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sa.leˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σα‐λε‐σιώ‐της
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σαλεσιώτης αρσενικό (θηλυκό Σαλεσιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται ή είναι κάτοικος από το Σάλεσι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Σάλεσι
- Σαλεσιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σαλεσιώτης
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σαλεσιώτης | οι | Σαλεσιώτηδες |
γενική | του | Σαλεσιώτη* | των | Σαλεσιώτηδων |
αιτιατική | τον | Σαλεσιώτη | τους | Σαλεσιώτηδες |
κλητική | Σαλεσιώτη | Σαλεσιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Σαλεσιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Σαλεσιώτης < πατριδωνυμικό Σαλεσιώτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σαλεσιώτης αρσενικό (θηλυκό Σαλεσιώτη ή Σαλεσιώτου)
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιώτης (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Αγγελίδης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ιώτης (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)