Στενημαχίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ste.ni.maˈçi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Στε‐νη‐μα‐χί‐της
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- Στενημαχίτης < Στενήμαχ(ος) + -ίτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Στενημαχίτης αρσενικό (θηλυκό Στενημαχίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που είναι κάτοικος της Στενημάχου
- ※ Δεκαοκτώ ήταν όλοι οι άντρες, ένας κι ένας όμως, τσολιάδες και Στενημαχίτες, που είχαν έλθει στη Μακεδονία με απόφαση να χτυπήσουν τους Βουλγάρους, παλικάρια αφοσιωμένα ως το θάνατο στον Αρχηγό τους.
- Πηνελόπη Δέλτα, Στα μυστικά του βάλτου, κεφάλαιο Ι
- ※ Δεκαοκτώ ήταν όλοι οι άντρες, ένας κι ένας όμως, τσολιάδες και Στενημαχίτες, που είχαν έλθει στη Μακεδονία με απόφαση να χτυπήσουν τους Βουλγάρους, παλικάρια αφοσιωμένα ως το θάνατο στον Αρχηγό τους.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- Στενήμαχος
- Στενημαχίτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Στενημαχίτης
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Στενημαχίτης | οι | Στενημαχίτηδες |
γενική | του | Στενημαχίτη* | των | Στενημαχίτηδων |
αιτιατική | τον | Στενημαχίτη | τους | Στενημαχίτηδες |
κλητική | Στενημαχίτη | Στενημαχίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Στενημαχίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Στενημαχίτης < πατριδωνυμικό Στενημαχίτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Στενημαχίτης αρσενικό (θηλυκό Στενημαχίτη ή Στενημαχίτου)
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Αγγελίδης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)