Τσεσμές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τσεσμές

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τσεσμές οι Τσεσμέδες
      γενική του Τσεσμέ των Τσεσμέδων
    αιτιατική τον Τσεσμέ τους Τσεσμέδες
     κλητική Τσεσμέ Τσεσμέδες
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τσελεμεντές - κλίση: καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡seˈzmes/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσε‐σμές

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Τσεσμές < τουρκική Çeşme +

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τσεσμές αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Τσεσμές < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τσεσμές αρσενικό (θηλυκό Τσεσμέ)

Μεταγραφές[επεξεργασία]