άδεια οδήγησης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | άδεια οδήγησης | οι | άδειες οδήγησης |
γενική | της | άδειας οδήγησης | των | αδειών οδήγησης |
αιτιατική | την | άδεια οδήγησης | τις | άδειες οδήγησης |
κλητική | άδεια οδήγησης | άδειες οδήγησης | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈa.ði.a ɔ.ˈði.ʝi.sis/ και /ˈa.ðʝa ɔ.ˈði.ʝi.sis/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
άδεια οδήγησης θηλυκό, πληθ.: άδειες οδήγησης
- επίσημο έγγραφο που δίνει την άδεια στον κάτοχό του να οδηγεί τροχοφόρα οχήματα συγκεκριμένου τύπου
- η Διεύθυνση Εγγείων Βελτιώσεων της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Άρτας είναι αρμόδια για την έκδοση άδειας οδήγησης γεωργικού ελκυστήρα (τρακτέρ) και άλλων γεωργικών μηχανημάτων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
άδεια οδήγησης
|
|