άστιφτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άστιφτος η άστιφτη το άστιφτο
      γενική του άστιφτου της άστιφτης του άστιφτου
    αιτιατική τον άστιφτο την άστιφτη το άστιφτο
     κλητική άστιφτε άστιφτη άστιφτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άστιφτοι οι άστιφτες τα άστιφτα
      γενική των άστιφτων των άστιφτων των άστιφτων
    αιτιατική τους άστιφτους τις άστιφτες τα άστιφτα
     κλητική άστιφτοι άστιφτες άστιφτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈa.sti.ftos/

Επίθετο[επεξεργασία]

άστιφτος, -η, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]