έμπυος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έμπυος η έμπυα το έμπυο
      γενική του έμπυου της έμπυας του έμπυου
    αιτιατική τον έμπυο την έμπυα το έμπυο
     κλητική έμπυε έμπυα έμπυο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έμπυοι οι έμπυες τα έμπυα
      γενική των έμπυων των έμπυων των έμπυων
    αιτιατική τους έμπυους τις έμπυες τα έμπυα
     κλητική έμπυοι έμπυες έμπυα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έμπυος < αρχαία ελληνική ἔμπυος < ἐν + πύον

Επίθετο[επεξεργασία]

έμπυος

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη πύον

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]