ένδεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ένδεια οι ένδειες
      γενική της ένδειας των ενδειών
    αιτιατική την ένδεια τις ένδειες
     κλητική ένδεια ένδειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ένδεια < αρχαία ελληνική ἔνδεια < ἐνδεής < ἐν + δέομαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ένδεια θηλυκό

  1. η απόλυτη φτώχια, η στέρηση κάθε οικονομικού πόρου, η απορία
  2. (νομικός όρος): ελαφρυντική περίσταση μετριασμού ποινής
  3. (κατ’ επέκταση) η έλλειψη ηθικών ή πνευματικών μέσων ή αρετών
    υπάρχει σχετική ένδεια μελετών που βασίζονται σε μετρήσιμα στοιχεία (Στάθης Ν. Καλύβας, Ο καθρέφτης της κρίσης, εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 5 Ιανουαρίου 2013)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]