αβδελλάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Αβδελλάς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αβδελλάς οι αβδελλάδες
      γενική του αβδελλά των αβδελλάδων
    αιτιατική τον αβδελλά τους αβδελλάδες
     κλητική αβδελλά αβδελλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αβδελλάς < ἀβδελλᾶς < ἀβδέλλα, αβδέλλα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /av.ðεˈlas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβ‐δελ‐λάς
ομόηχα: Αβδελάς, Αβδελλάς
παρώνυμα: Αβδελής, Αβδελλής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αβδελλάς αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]