αγκήσι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αγκήσι | τα | αγκήσια |
γενική | του | αγκησιού | των | αγκησιών |
αιτιατική | το | αγκήσι | τα | αγκήσια |
κλητική | αγκήσι | αγκήσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγκήσι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aŋˈɟi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκή‐σι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγκήσι ουδέτερο
- (παρωχημένο, ιδιωματικό) κιγκλιδωτή στενόμακρη βάση η όποια τοποθετείται στις δύο πλευρές μιας άμαξας για τη μεταφορά αγαθών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγκήσι
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Δεληγιάννης, Β. (1934-35). "Γλωσσάριο του Δογάν-Κιοϊ-Μαλγάρων". Αρχείου του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού. 1. Αθήνα: Τυπογραφείον Σεργιάδου. σελ. 143-146.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)