αγκωναψία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγκωναψία οι αγκωναψίες
      γενική της αγκωναψίας των αγκωναψιών
    αιτιατική την αγκωναψία τις αγκωναψίες
     κλητική αγκωναψία αγκωναψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αγκωναψία

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγκωναψία < αγκώνας + χειραψία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική elbow bump)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγκωναψία θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Elbow bump στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πηγές[επεξεργασία]

  • Κατσογιάννου Μαριάννα – Στεφανίδου Ζωή, COVID-19: το λεξικό, εκδ. Κavvadia Crew Publications, Αθήνα 2020, ΙSBN 978-618-85158-0-2, σελ. 184.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]