αδελφοκτονία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αδελφοκτονία θηλυκό
- ο φόνος του αδελφού ή της αδελφής
- ο φόνος συμπατριωτών σε εμφύλιο πόλεμο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδελφοκτονία