αδιαλόγιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδιαλόγιστος < α- + διαλογίζομαι + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιαλόγιστος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διαλογίζομαι, διά και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιαλόγιστος
|