αδικοσταυρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδικοσταυρωμένος < μεσαιωνική ελληνική αδικοσταυρωμένος < επίρρημα ἄδικα και σταυρωμένος, μετοχή του σταυρώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
αδικοσταυρωμένος -η -ο
- που σταυρώθηκε άδικα (για τον Χριστό), που βασανίστηκε άδικα
- "Κράζει τον Κεντυρίωνα ετότες ο Πιλάτος και λέγει του: "Ζη ή απόθανε ο αδικοσταυρωμένος;"
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδικοσταυρωμένος
|