αδρόμισθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αδρόμισθος < (ελληνιστική κοινή) ἁδρόμισθος < ἁδρός + μισθός
Επίθετο[επεξεργασία]
αδρόμισθος, -η, -ο
- που αμείβεται αδρά, με μεγάλο μισθό, με γενναία αμοιβή
- είναι γνωστό πως στα υψηλά κλιμάκια της υπηρεσίας υπάρχουν αρκετοί αδρόμισθοι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αδρομισθία
- → δείτε τις λέξεις αδρός και μισθός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδρόμισθος
|