αθιβολή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αθιβολή | οι | αθιβολές |
γενική | της | αθιβολής | των | αθιβολών |
αιτιατική | την | αθιβολή | τις | αθιβολές |
κλητική | αθιβολή | αθιβολές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αθιβολή < μεσαιωνική ελληνική ἀθιβολή < ελληνιστική κοινή ἀμφιβολή < αρχαία ελληνική ἀμφιβάλλω < ἀμφί + βάλλω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αθιβολή θηλυκό