αιδηψιώτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αιδηψιώτικος η αιδηψιώτικη το αιδηψιώτικο
      γενική του αιδηψιώτικου της αιδηψιώτικης του αιδηψιώτικου
    αιτιατική τον αιδηψιώτικο την αιδηψιώτικη το αιδηψιώτικο
     κλητική αιδηψιώτικε αιδηψιώτικη αιδηψιώτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αιδηψιώτικοι οι αιδηψιώτικες τα αιδηψιώτικα
      γενική των αιδηψιώτικων των αιδηψιώτικων των αιδηψιώτικων
    αιτιατική τους αιδηψιώτικους τις αιδηψιώτικες τα αιδηψιώτικα
     κλητική αιδηψιώτικοι αιδηψιώτικες αιδηψιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιδηψιώτικος < Αιδηψιώτ(ης) + -ικος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ðiˈpsço.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐δη‐ψιώ‐τι‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

αιδηψιώτικος, -η, -ο

  • ο σχετικός με την Αιδηψό ή τους κατοίκους της

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]