αιτίαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αιτίαση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιτίαση θηλυκό
- στοχευμένη κατηγορία, κατηγορία στρεφόμενη έναντι κάποιου
- αρκετά ανέχτηκα τις ανακριβείς αιτιάσεις στο πρόσωπό μου
- διατύπωση ήπιας διαμαρτηρίας προς όργανο του κράτους ή της διοίκησης αυτού
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Λεξικό Τριανταφυλλίδη - αιτίαση[1]