ακαπήλευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακαπήλευτος < α στερητικό και καπηλεύομαι
Επίθετο[επεξεργασία]
ακαπήλευτος
- που δεν τον έχουν καπηλευτεί, ιδιοποιηθεί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακαπήλευτος
|